- παλεύτρια
- παλεύτριαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλεύτρια — και παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά 2. μτφ. η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα τρια (πρβλ. ιππεύτρια)] … Dictionary of Greek
παλευτρίας — παλευτρίᾱς , παλεύτρια fem acc pl παλευτρίᾱς , παλεύτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλευτριῶν — παλεύτρια fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλευτρίαις — παλεύτρια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλεύτριαι — παλεύτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλευτρίς — παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. παλεύτρια … Dictionary of Greek